Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μία έντονη αύξηση των προϊόντων “light” στα ράφια των σουπερμάρκετ. Είναι ένα δίλημμα με το οποίο όλοι έχουμε έρθει αντιμέτωποι κατά καιρούς, είτε σκεπτόμενοι την υγεία μας, είτε το βάρος, είτε ακόμα και απλά τη διαφορά στη γεύση. Είναι, όμως, αθώα ή υπάρχει κάποιος κίνδυνος από την κατανάλωσή τους και τι ρόλο παίζει η συχνότητα;
Ας ξεκινήσουμε διευκρινίζοντας πως υπάρχουν περισσότερες από μία κατηγορίες light προϊόντων. Ο χαρακτηρισμός μπορεί να αναφέρεται στο ενεργειακό περιεχόμενο (θερμίδες), στο λίπος, στη ζάχαρη, στο αλάτι ή στο αλκοόλ. Για να χαρακτηριστεί κάποιο τρόφιμο light σε σχέση με το αντίστοιχο συμβατικό θα πρέπει να περιέχει τουλάχιστον 30% λιγότερες θερμίδες ή 50% χαμηλότερη ποσότητα κάποιου συγκεκριμένου συστατικού (λ.χ. ζάχαρη). Η δημιουργία των τροφίμων αυτών είχε ως στόχο τη μείωση του επιπολασμού της παχυσαρκίας, αλλά και ποικιλίας νοσημάτων, όπως του διαβήτη, που σχετίζονται με «κακή» διατροφή. Παραδόξως, έχει φανεί πως η αύξηση τους στην αγορά συμβαδίζει με αύξηση του ποσοστού παχυσαρκίας, αποτέλεσμα το οποίο δεν ήταν αναμενόμενο, ωστόσο εξηγείται. Βλέποντας τον χαρακτηρισμό «light» ο καταναλωτής τείνει να θεωρεί πως μπορεί να καταναλώσει μεγαλύτερες ποσότητες χωρίς να πάρει βάρος, ή ακόμα και να αποκτά την προοπτική της απώλειας βάρους, ενώ πολύ συχνά δίνει την ελευθερία στον εαυτό του να καταναλώσει μεγαλύτερες ποσότητες από άλλα προϊόντα, αφού π.χ. το πρωινό του ήταν “light”. Είναι σημαντικό, επομένως να αναγνωρίσουμε πως “light” δε σημαίνει “αθώο” ή “προς ελεύθερη κατανάλωση”. Σαφώς, αν ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στις θερμίδες, είναι προτιμότερο να καταναλώσουμε αυτό αντί του συμβατικού για καλύτερη ρύθμιση του βάρους, διατηρώντας ωστόσο και μέτρο στις ποσότητες των γευμάτων της υπόλοιπης μέρας.
Παρατηρώντας ξεχωριστά τις κατηγορίες των προϊόντων αυτών, ανακαλύπτουμε ορισμένες παγίδες. Τα προϊόντα που είναι χαμηλότερης περιεκτικότητας σε λίπος μπορεί να εμπεριέχουν λιγότερες θερμίδες, αλλά μπορεί και όχι. Επειδή η μείωση του λίπους ενός τροφίμου αφαιρεί και μέρος της γεύσης, άρα και της ικανοποίησης από την κατανάλωσή του, πολύ συχνά προστίθενται άλλα συστατικά, με κυριότερο τη ζάχαρη, καταλήγοντας έτσι να έχουν πολύ μικρή ή και καθόλου διαφορά στις θερμίδες. Πιθανό, ακόμα, είναι να υπάρχει και μείωση ορισμένων βιταμινών και ιχνοστοιχείων στα προϊόντα που δέχονται αυτής της μορφής την επεξεργασία. Ομοίως, τα προϊόντα με μειωμένο περιεχόμενο ζάχαρης ενδέχεται να έχουν ελαφρώς αυξημένη ποσότητα λίπους, πολλές φορές κορεσμένου, για να διατηρήσουν την καλή τους γεύση. Το καλό με αυτή την κατηγορία, ωστόσο, είναι πως, όταν δεν εμπλουτίζονται με λίπος, περιέχουν τα λεγόμενα μη θερμιδικά γλυκαντικά (stevia, ασπαρτάμη κοκ), τα οποία πετυχαίνουν το ίδιο επίπεδο γλυκύτητας με πολύ μικρότερη ποσότητα, εξ ου και η ονομασία τους. Στα προϊόντα με χαμηλότερο περιεχόμενο αλατιού είναι πιθανότερο να περιέχονται άλλα συστατικά που στοχεύουν τόσο στη βελτίωση της γεύσης, όσο και στην καλύτερη συντήρηση, όπως είναι τα λεγόμενα Ε. Σημαντικό είναι να αναφέρουμε πως οι κανονισμοί σχετικά με τα πρόσθετα των τροφίμων, όπως τα Ε, είναι πολύ αυστηροί και επανελέγχονται συχνά προκειμένου να εξασφαλίζεται η πλήρης ενημέρωση και προάσπιση της υγείας του καταναλωτή. Τέλος, όταν αναφερόμαστε σε προϊόντα που είναι “light” σε αλκοόλ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν είναι μηδενική η περιεκτικότητά τους, επομένως θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κανονικά αλκοολούχα σε ό,τι αφορά στην επίδραση που έχουν στον οργανισμό (λ.χ. στην ικανότητα οδήγησης).
Γίνεται, επομένως, κατανοητό πως “light” δε σημαίνει απαραίτητα αθώο. Η ανάγνωση της διατροφικής ετικέτας και η σύγκριση με τα αντίστοιχα συμβατικά είναι το κλειδί για να μετατρέψει ο καταναλωτής τα light προϊόντα σε έναν πολύτιμο σύμμαχο, σε ό,τι αφορά στην προάσπιση της καλής του υγείας και στη ρύθμιση του βάρους.
Σχόλια (0)
Πίσω Ikarian Diet